γυπῶν

γυπῶν
γύπη
vulture's nest
fem gen pl
γῡπῶν , γύψ
vulture
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… …   Dictionary of Greek

  • διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… …   Dictionary of Greek

  • ηπατοφαγούμαι — ἡπατοφαγοῡμαι, έομαι (Α) μού τρώγουν το συκώτι («ὑπὸ γυπῶν ἡπατοφαγεῑται», Σέξτ. Εμπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ήπαρ, ατος + φαγούμαι < φαγος < θ. φαγ τού αορ. έ φαγ ον τού εσθίω*] …   Dictionary of Greek

  • κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… …   Dictionary of Greek

  • υποκείρω — Α 1. κόβω αποκάτω 2. αποκόπτω αποκάτω 3. μτφ. α) κατακρεουργώ, ξεσκίζω («γυπῶν δίκην... ὑποκείρουσι τοὺς χρεώστας», Πλούτ.) β) αφαιρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κείρω «κόβω τα μαλλιά»] …   Dictionary of Greek

  • Λαγκάς — Αρχαία πόλη της Σουμερίας (στο σημερινό Ιράκ). Το 1877 οι Γάλλοι αρχαιολόγοι Ντε Ζαρζέκ, Κρις, Ντε Ζενουγιάκ και Παρό διεξήγαγαν ανασκαφές στην περιοχή, όπου διαπιστώθηκε ότι η εγκατάσταση των πρώτων κατοίκων χρονολογείται στα τέλη της 5ης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”